- ἔναντα
- ἔναντα (A
ἐνάντᾳ Tim.Pers.11
), Adv. opposite, over against, c.gen.,ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67
;τοὶ δ' ἔ. στάθεν Pi. N.10.66
;τὸν δ' ἔ. προσβλέπειν νεκρόν S.Ant.1299
(lyr.);ἔ. ἐλθεῖν E. Or.1478
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.